- τρικύλιστος
- -ον, Α1. τρικυλίνδητος*2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρικύλιστος — easily influenced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)